- γλυκυκαρπος
- γλυκύκαρποςγλυκύ-καρπος2приносящий сладкие плоды
(ἄμπελος Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄμπελος Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γλυκύκαρπος — γλυκύκαρπος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκούς καρπούς … Dictionary of Greek
γλυκύκαρπος — bearing sweet fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύκαρπον — γλυκύκαρπος bearing sweet fruit masc/fem acc sg γλυκύκαρπος bearing sweet fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκυκαρπώ — γλυκυκαρπῶ ( έω) (Α) [γλυκύκαρπος] παράγω γλυκούς καρπούς … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek